- δάγκωμα
- morsure
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δάγκωμα — και δάγκαμα και δάκαμα, το (Μ δάγκαμαν και δάγκωμα και δάκωμα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού δαγκάνω μσν. νεοελλ. το φαγητό νεοελλ. 1. (για έντομα) το τσίμπημα, το κέντρισμα 2. το να πιαστεί κάποιος σφιχτά, το μάγκωμα («το δάγκωμα τού ποντικού … Dictionary of Greek
δάγκωμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του δαγκώνω, η δαγκωματιά: Το δάγκωμα του σκύλου στο χέρι μου ήταν αρκετά δυνατό. 2. το μάγκωμα, το γάντζωμα: Το μανίκι μου πιάστηκε στο δάγκωμα της πόρτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαγκωματιά — και δαγκαματιά και δαγκωματιά, η (Μ δακαματέ και δακαματέα) 1. το δάγκωμα 2. η ποσότητα στερεάς τροφής που μπορεί να αποκοπεί με ένα δάγκωμα, η μπουκιά νεοελλ. σημάδι στο δέρμα που προέρχεται από δάγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δαγκωματιά < δάγκωμα και … Dictionary of Greek
δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει … Dictionary of Greek
δαγκωτός — ή, ό 1. αυτός που έγινε από δάγκωμα 2. όποιος έχει δάγκωμα, ο δαγκωμένος 3. (για συναρμοζόμενα πράγματα) ο προσαρμοσμένος στις αντίστοιχες εσοχές ή εξοχές τού άλλου 4. φρ. «τού τό ριξα δαγκωτό» τόν καταψήφισα με επιδεικτική εμπάθεια … Dictionary of Greek
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek
μυγαλή — Όνομα διάφορων γιγαντιαίων αραχνών της οικογένειας των αβικουλαριδών της τάξης των αραχνιδών. Οι μ. ζουν στις περιοχές με τροπικό κλίμα και είναι πολυάριθμες κυρίως στη Νότια Αμερική. Ένα από τα μεγαλύτερα είδη είναι η μ. ή αβικουλαρία (mygale ή… … Dictionary of Greek
νάγια — (naia). Γένος ιοβόλων φιδιών της οικογένειας των Ελαπιδών που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα είδη naia haie, γνωστό με την ονομασία ασπίδα της Κλεοπάτρας και naia naia πιο γνωστό με την ονομασία κόμπρα. Η νάγια η χάγια (naia haie) λέγεται και… … Dictionary of Greek
οδάξω — ὀδάξω και ὀδαξῶ και ἀδαξῶ, άω (Α) 1. δαγκώνω 2. (συν. το μέσ.) ὀδάξομαι και ὀδαξῶμαι, άομαι και ὀδαξοῡμαι, έομαι προκαλώ κνησμό ή πόνο με δάγκωμα ή τσίμπημα 3. αισθάνομαι φαγούρα ή πόνο που οφείλεται, κυρίως σε δάγκωμα 4. προκαλώ αμυχές στο δέρμα … Dictionary of Greek
σκορπιακός — ή, όν, Α [σκορπίος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκορπιό («σκορπιακὴ ἀντίδοτος» αντίδοτο για το δάγκωμα από σκορπιό, Γαλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιακόν φάρμακο που δρα ως αντίδοτο στο δάγκωμα σκορπιού … Dictionary of Greek
ακρόχορδο — (acrochordus). Επιστημονική ονομασία γένους λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των ακροχορδιδών. Τα υδρόβια αυτά φίδια ζουν στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών της Ινδίας, της χερσονήσου της Ινδοκίνας και των νησιών της Ινδονησίας. Φτάνουν… … Dictionary of Greek